ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ικιλετίζω (ρ.) ικιλετίζου [icileˈtizu] Φάρασ. Παρατατ. ικ͑ιλένdανα [ikʰiˈlendana] Ανακ. Από τον αόρ. ikiletti του τουρκ. ρ. ikiletmek = διπλασιάζω, επαναλαμβάνω.
1. Οργώνω χωράφι για δεύτερη φορά ό.π.τ. Συνών. διβολίζω
2. Κάνω κάτι για δεύτερη φορά Φάρασ.