ικιλετίζω
(ρ.)
ικιλετίζου
[icileˈtizu]
Φάρασ.
Παρατατ.
ικ͑ιλένdανα
[ikʰiˈlendana]
Ανακ.
Από τον αόρ. ikiletti του τουρκ. ρ. ikiletmek = διπλασιάζω, επαναλαμβάνω.
2. Κάνω κάτι για δεύτερη φορά
Φάρασ.