ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιλαζίμ (επίθ.) ιλαζι̂́μ [ilaˈzɯm] Αραβαν., Ουλαγ., Φλογ. ιλαζίμι [ilaˈzimi] Φάρασ. ιλαdζίμ [ilaˈdzim] Σίλ. ιλαdζίμι [ilaˈdzimi] Σίλ. γιλαζούμ [ʝilaˈzum] Μισθ., Τσαρικ. γελαζούμ [ʝelaˈzum] Μισθ. γελάζ'μ [ʝeˈlazm] Μισθ. Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. lazım, όπου και διαλεκτ. τύπ. ilâzım.
1. Ως επίθ., αναγκαίος, απαραίτητος ό.π.τ. : Ατά ντου χαdζ̑άτ' τσ̑είδι γελαζούμ (Αυτό το αντικείμενο είναι χρήσιμο) Μισθ. -Κοτσαν. Να σι δου ντώκου γάλια μη ντου αλντουρτίζεις, γιάι τσ̑είδι γελάζ'μ (Να σου το δώσω αλλά μην το χάσεις, γιατί είναι απαραίτητο) Μισθ. -Κοτσαν. Τζιπ ιλαdζίμι μου ρεν είναι (Δεν μου χρησιμεύει σε τίποτα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Αν 'ενεί ιλαζι̂́μ, να γουλτώσουν το κορίσ̑' (Αν καταστεί αναγκαίο, να γλυτώσουν το κορίτσι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μπάλκι να έρτ' 'να μέρα να γινώ γιλαζούμ σ' εσέ (Ίσως να έρθει μιά μέρα να σου φανώ χρήσιμος) Τσαρικ. -Καραλ. Πήγαμε σο Νεβσ̑εχίρ σα παζαρλίχ̇ια, πήραμε ό,τι κειόταν ιλαζίμια (Πήγαμε στην Νεάπολη, στα προγαμιαία ψώνια, πήραμε ό,τι ήταν απαραίτητο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811
2. Ως ουσ., ανάγκη Φάρασ.