ιλαζίμ
(επίθ.)
ιλαζι̂́μ
[ilaˈzɯm]
Αραβαν., Ουλαγ., Φλογ.
ιλαζίμι
[ilaˈzimi]
Φάρασ.
ιλαdζίμ
[ilaˈdzim]
Σίλ.
ιλαdζίμι
[ilaˈdzimi]
Σίλ.
γιλαζούμ
[ʝilaˈzum]
Μισθ., Τσαρικ.
γελαζούμ
[ʝelaˈzum]
Μισθ.
γελάζ'μ
[ʝeˈlazm]
Μισθ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. lazım, όπου και διαλεκτ. τύπ. ilâzım.
1. Ως επίθ., αναγκαίος, απαραίτητος
ό.π.τ.
:
Ατά ντου χαdζ̑άτ' τσ̑είδι γελαζούμ
(Αυτό το αντικείμενο είναι χρήσιμο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να σι δου ντώκου γάλια μη ντου αλντουρτίζεις, γιάι τσ̑είδι γελάζ'μ
(Να σου το δώσω αλλά μην το χάσεις, γιατί είναι απαραίτητο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τζιπ ιλαdζίμι μου ρεν είναι
(Δεν μου χρησιμεύει σε τίποτα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Αν 'ενεί ιλαζι̂́μ, να γουλτώσουν το κορίσ̑'
(Αν καταστεί αναγκαίο, να γλυτώσουν το κορίτσι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μπάλκι να έρτ' 'να μέρα να γινώ γιλαζούμ σ' εσέ
(Ίσως να έρθει μιά μέρα να σου φανώ χρήσιμος)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Πήγαμε σο Νεβσ̑εχίρ σα παζαρλίχ̇ια, πήραμε ό,τι κειόταν ιλαζίμια
(Πήγαμε στην Νεάπολη, στα προγαμιαία ψώνια, πήραμε ό,τι ήταν απαραίτητο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
2. Ως ουσ., ανάγκη
Φάρασ.