-ίτσι
(επίθμ.)
-ίτσι
[-ˈitsi]
Καππ.
-ίτσ̑ι
[-ˈitʃi]
Φάρασ.
-ίdζι
[-ˈidzi]
Σινασσ.
Μεσν. επίθμ. -ίτσι από το μεσν. επίθμ. -ίκι με τσιτακ. από αρχ. υποκορ. επίθημα -ιον σε λ. με θ. σε -ικ-, π.χ. αρχ. πέρδιξ > αρχ. υποκορ. περδ-ίκ-ιον > μσν. περδίκιν (βλ. Georgacas 1984: 129-130).
2. Με ατονημένη την υποκορ. σημ.
Καππ.
:
αφτίτσι
(αυτί)
Σίλατ.
δισακκίτσι
(δισάκκι)
Σινασσ., Τζαλ.
καυκίτσι
(κύπελλο)
Σίλατ.
κορίτσι
(κοπέλλα)
Καππ.
μυτίτσι
(μύτη)
Σίλατ.
Συνών.
-ι/-ί, -ίκκο :1, -ίτσα :2, -όκκο :1