ιτσίν
(σύνδ.)
ιτσ̑ίν
[iˈtʃin]
Ουλαγ.
ιτσ̑ΰν
[iˈtʃyn]
Ουλαγ.
Από την τουρκ. πρόθ. için.
Επειδή
:
Απ' το σεβντού σε ιτσ̑ίν
(Επειδή σε αγαπώ)
Ουλαγ.
-Κεσ.