ουλαστιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
ουλασ̑τιέσιμα
[ulaʃ'tiesima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. ουλαστίζω, όπου και τύπ. ουλασ̑τίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Πρόληψη