ουλαστιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
ουλασ̑τιέσιμα
[ulaʃ'tiesima]
Φάρασ.
Από το ρ. ουλαστίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Πρόληψη
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025