ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουλούντισμα (ουσ. ουδ.) oυλούντουσμα [uˈluduzma] Αξ. λούτισμα [ˈlutizma] Σινασσ. ουλούντημα [uʹludima] Μαλακ. ουλούτημα [u'lutima] Φάρασ. ουλούdζημα [uluˈdzima] Σίλ. Από το ρ. ουλουντίζω, όπου και τύπ. ουλουτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ουρλιαχτό ζώου ό.π.τ. : Οπ' φιριών τα ισλίχια κι οπ' τα ουλουτζήματα αλουπιών κι τζαναβαριών πεκ πολύ φοβήσκαμι (Από τους συριγμούς των φιδιών και από τα ουρλιαχτά των αλεπούδων και των θηρίων φοβηθήκαμε πάρα πολύ) Σίλ. -Λεύκωμα Άμα ήκ'σεν το λιάξιμον τοΰ σκυλιού και το λούτισμα, 'ς ευτύς τινάχτην (Όταν άκουσε το γάβγισμα του σκυλιού και το ουρλιαχτό, αμέσως τινάχτηκε) Σινασσ. -Αρχέλ.