ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουλούντισμα (ουσ. ουδ.) oυλούντουσμα [uˈluduzma] Αξ. 'λούτισμα [ˈlutizma] Σινασσ. ουλούντημα [uˈludima] Μαλακ. ουλούτημα [u'lutima] Φάρασ. ουλούτζημα [uluˈdzima] Σίλ. ουλούημα [uʹluima] Μισθ. Από το ρ. ουλουντίζω, όπου και τύπ. ουλουτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ουρλιαχτό ζώου ό.π.τ. : Οπ' φιριών τα ισλίχια κι οπ' τα ουλουτζήματα αλουπιών κι τζαναβαριών πεκ πολύ φοβήσκαμι (Από τους συριγμούς των φιδιών και από τα ουρλιαχτά των αλεπούδων και των θηρίων φοβηθήκαμε πάρα πολύ) Σίλ. -Λεύκωμα Άμα ήκ'σεν το λιάξιμον του σκυλιού και το 'λούτισμα, σευτύς τινάχτην (Όταν άκουσε το γάβγισμα του σκυλιού και το ουρλιαχτό, αμέσως τινάχτηκε) Σινασσ. -Αρχέλ.
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025