ουρανί
(επίθ.)
ουρανί
[uraˈni]
Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. οὐρανός και παραγωγ. επίθμ. -ι. Η λ. Πόντ. Πβ. και αρχ. επίθ. οὐράνιος με την μεταγν. σημ. ‘γαλάζιος σαν τον ουρανό’.
Γαλάζιο
Συνών.
τσινί