ουρανί
(επίθ.)
ουρανί
[uraˈni]
Σίλ.
Από το ουσ. ουρανός και το παραγωγ. επίθμ. -ι. Η λ. και Πόντ.
Γαλάζιος
Συνών.
τσινί
Τροποποιήθηκε: 28/07/2025