ούμα
(μόρ.)
ούμα
[ˈuma]
Φάρασ.
ούνα
[ʹuna]
Φάρασ.
ούννα
['unna]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. hım = ω ναι (Redhouse).
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025