ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ούμα (μόρ.) ούμα [ˈuma] Φάρασ. ούνα [ʹuna] Φάρασ. ούννα ['unna] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. hım = ω ναι (Redhouse).
Καταφατικό μόριο, ναι, μάλιστα ό.π.τ. : Είπεν ντι κι: «Ούμα». (Του είπε «Ναι».) Φάρασ. -Dawk. Ούμα είμαι! (Ναι, είμαι!) Φάρασ. -Παπαδ. || Φρ. Ούννα ούννα (Ναι ναι˙ καλά καλά, έκφραση συγκατάβασης) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Συνών. άα, νάκε, Αντίθ ιναί, χι
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025