ούμα
(μόρ.)
ούμα
[ˈuma]
Φάρασ.
ούννα
['una]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. hım = ω ναι (Redhouse).
Ναι
ό.π.τ.
:
Είπεν ντι κι: «Ούμα».
(Του είπε «Ναι».)
Φάρασ.
-Dawk.