άα
(μόρ.)
άα
[aa]
Γούρδ., Φερτάκ.
άνgα
[ˈaŋga]
Ανακ., Αραβαν., Σινασσ.
χάνgα
[ˈxaŋga]
Ανακ., Σινασσ.
ανά
[aˈna]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επιφών. aa = όχι, όπου και διαλεκτ. τύπ. anna, annâ = όχι, πιθ. απώτερα επιφωνηματικό (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἆ). Για τα μεσοφων. [g] στους τύπ. άνgα και χάνgα, καθώς και για το αρκτ. [x] στον τύπ. χάνgα βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἆ.
Αρνητ. μόρ., εμφατ. όχι
ό.π.τ.
:
Άγκα, Σταύρενη, άλλο δεν κλαίγω
(Όχι Σταυρινή, δεν κλαίω άλλο)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Άγκα, εγώ γουνί δε θέλω, έχω
(Όχι, εγώ πανωφόρι δεν θέλω, έχω)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Κεσμέζ παλτά μη νίσκεσαι, γιά άνgα γιά αναί!
(Στομωμένος μπαλτάς μη γίνεσαι, ή όχι ή ναι!)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
-Αδέ μη ντα ’φήνεις να ’πνώσει σον οdά -Ανά, ’ς ’πνώσει σον οdά
(-Μην τον αφήνεις να κοιμηθεί στο δωμάτιο εδώ. - Όχι, ας κοιμηθεί στο δωμάτιο)
Φάρασ.
-Dawk.
Χόdζας λέγ’: «Να βγω όξω»· «Άγκα», λεν, «χόdζα, να κάτσεις ερού».
(Ο χότζας λέει:«Να βγω έξω»· «Όχι», του λένε, «χότζα, να κάτσεις εδώ»)
Αραβαν.
-Φωστ.
Άγκα να το καυκηστώ, η κόρη μ’ η Στρατούλα ένα κομμάτι μάλαγμα!
(Όχι να το παινευτώ, η κόρη μου η Στρατούλα είναι ένα κομμάτι μάλαμα!)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
γιοκ, νάκε