ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

α (επιφ.) α [a] Αξ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. άι [ˈai] Ανακ. Από το αρχ. επιφών. ἆ, με το οπ. εκφράζονται ποικίλα συναισθήματα, όπως αποδοκιμασία, άρνηση, επίκριση ή και την έκφραση γέλιου. H χρήση ως κλητ. προσφών. και τουρκ.
Κλητική προσφώνηση Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. : Εδώ, α γρα, να αλτούνα, νά τα (Εδώ καλέ γριά, να χρυσά νομίσματα, νά τα) Φάρασ. -Grég. Α ναίκα, νοίκ’ το θύρι (Ε γυναίκα, άνοιξε την πόρτα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Α κόρη μου, νό μας αbειdζ̑ά δύο ξύ’α, να ’νάψω τη νιστία (Kόρη μου, δώσε μου δύο ξύλα αποκεί πέρα να ανάψω την φωτιά) Φάρασ. -Dawk. Α συννύφτσα, συννύφτσα, αdεριά καταρίσου το φσ̑άχ’ (Ω συννυφάδα, συννυφάδα, τώρα καταράσου το παιδί σου) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Τι να σε πω, άι μάνα μου, γιατί να με γεννήσεις
εδω μέσα ’ς τα βάσανα ’ς τον ψεύτικο τον κόσμο;
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Συνών. ε, ω :1