αβανισσιώτικος ( επίθ.
)
αβανισ̑σ̑ώτικη
[avaniˈʃotici]
Μισθ.
αβανισσιώτικο
[avaniˈsçotiko]
Ανακ.
...
αβάπτιστος
(επίθ.)
αβάπτιστου
[aˈvaptistu]
Φάρασ.
αβάφτσ̑ιστο
[aˈvaftʃisto]
Αραβαν.
Από το αρχ. επίθ. ἀβάπτιστος = α) αβύθιστος, αυτός που δεν μπορεί να βυθιστεί β) μεταγν., αυτός που δεν έχει βραχεί.