ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβάπτιστος (επίθ.) αβάπτιστου [aˈvaptistu] Φάρασ. αβάφτσ̑ιστο [aˈvaftʃisto] Αραβαν. Από το αρχ. επίθ. ἀβάπτιστος = α) αβύθιστος, αυτός που δεν μπορεί να βυθιστεί β) μεταγν., αυτός που δεν έχει βραχεί.
Αυτός που δεν έχει βαφτιστεί ό.π.τ. : Ετό το φσ̑άχ’ αβάφτσ̑ιστό ’ναι (Αυτό το παιδί είναι αβάφτιστο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αφώτιστος, γκιοπρέ