αβανισσίτικος
(επίθ.)
αβανισσίτικο
[avaniˈsitiko]
Σινασσ.
Από το τοπων. Αβανισσός = Αβανός και το παραγωγ. επίθμ. -ίτικος.
1. Ο προερχόμενος από ή ο σχετιζόμενος με το χωριό Αβανισσός
:
Το αβανισσίτικο το ιρμάχ
(Το ποτάμι της Αβανισσού, δηλ. ο ποταμός Άλυς)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
Συνών.
αβανισσιώτικος
2. Το ουδ. ως ουσ., παστωμένος κέφαλος από το χωριό Αβανισσός