-α
(επίθμ.)
-α
[-a]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Κίσκ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
Μεσν. επίθμ. -α με βάση ζεύγη συνων. θηλ και ουδ. γέν., π.χ. μεταγν. στράτα - μεσν. στρατίν, μεσν. περιστέρα-περιστέρι, όπου το θηλ. θεωρήθηκε μεγεθ.
Μεγεθ. θηλ. επίθμ.
Ανακ., Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
:
βουτὀκκα
(βαρέλα)
Αφσάρ.
γουβάνα
(μεγάλο δοχείο από κοπριά για την φύλαξη τροφίμων)
Μισθ., Αξ.
κρατούνα
(κουτάλα)
Φάρασ., Φκόσ.
τσαdίρα
(μεγάλο τσαντίρι)
Σίλ.
Αντίθ
-ίκκο, -ίτσι :1, -ίτσικος :1, -όκκο :1
β.
Με ατονημένη την μεγεθ. σημ.
Αξ., Αραβαν., Κίσκ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
γάγκλα
(συμπαγής τροχός κάρου
)
Φάρασ.
δεκάρα
(νόμισμα χαμηλότατης αξίας
)
Φάρασ.
κλωθάρα
(ρόκα
)
Μαλακ., Σινασσ., Ποτάμ., Ανακ.
μουρμούκα
(μυρμήγκι
)
Μαλακ.
στροὐσα
(σπουργίτι
)
Σίλ.
Τροποποιήθηκε: 27/06/2025