ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβγό (ουσ. ουδ.) ωβόν [oˈvon] Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. ωβό [oˈvo] Καππ. αβό [aˈvo] Φάρασ. ’βο [ˈvo] Σινασσ. ωβγό [oˈvɣo] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. αβγό [aˈvɣo] Μισθ., Σινασσ. ’βγό [ˈvɣo] Αξ. αβουγό [avuˈɣo] Σίλ. εβγό [eˈvɣo] Αξ., Γούρδ., Τροχ. Πληθ. ’βα [va] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. ἀβγόν, το οπ. από το αρχ. ᾠόν. Για την φωνολογική εξέλιξη του αρχ. τύπ. βλ. Χατζιδάκις ΜΝΕ Β΄, 322, 328-329. Ο τύπ. αβγό πιθ. από την Κοινή ν.ε.
1. Το αβγό που γεννούν τα ωοτόκα ζώα, κυρίως η κότα ό.π.τ. : Ωβγοϊού σέφλα (τσόφλια αβγού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κασάρι’ε ρυό αβγά να τρώμι (Καθάρισε δύο αβγά να φάμε) Ανακ. Ποίσ̑ε με ντα είκοσι ’βά α φσογγάτος (Έκανε με είκοσι αβγά μιά ομελέτα) Φάρασ. -Dawk. Κι ύστερα είπεν ντα Γιαχουdής: «Εδώ, πουλιού το ωβγό να μου φέρεις» (Και ύστερα ο Εβραίος είπε: «Εδώ, να μου φέρεις το αβγό του πουλιού») Φλογ. -Dawk. Φερύνκαν τζ̑ερία, θυμιέμα, ’λτινά ’βα (Έφερναν κεριά, θυμίαμα, κόκκινα αβγά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Ωβγοϊού τόπος (Ο τόπος του αβγού˙ αβγοθήκη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γαϊdουριού ωβγό (Αβγό γαϊδάρου˙ απάντηση σε κάτι που είναι αδύνατον να ισχύει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Χάσεν τα ωβγά και τα καλάθια (Έχασε τα αβγά και τα καλάθια˙ τα έχασε όλα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Βανdζελιού ωβγό (Αβγό του ευαγγελίου˙ Πασχαλινό αβγό, ευλογημένο στην εκκλησία την Μ. Πέμπτη) Μισθ. || Παροιμ. Πέφτει τ’ αβγό ’ς την μπέτρα σπάν’ τ ’αβγό, πέφτ’ η πέτρα ’ς το αβγό, σπάν’ τ’ αβγό (Πέφτει το αβγό στην πέτρα, σπάει το αβγό, πέφτει η πέτρα στο αβγό, σπάει το αβγό˙ ο αδύναμος πάντα βρίσκεται σε μειονεκτική θέση) Σινασσ. -Αρχέλ. Ακόμ’ ασ’ τ’ αβγό του δεν βγήκε κι ασ’ το μπόγι τ’ μεγαλύτερα πράγματα θειάνει (Ακόμη δεν βγήκε από το αβγό του και φτιάχνει πράγματα μεγαλύτερα από το μπόι του˙ για όποιον συμπεριφέρεται με τρόπο που δεν ταιριάζει με την ηλικία του) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Ξύπνα, ξύπνα, φά’ τ’ ωβγό σου
δαρά qαπτούν ντ’ ασ’ ομbρό σ’
(Ξύπνα, ξύπνα, φάε το αβγό σου, τώρα το αρπάζουν από μπρός σου) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
Συνών. αβγόκκο
2. Ειδικότ., παιχνίδι που παιζόταν από 5-8 παιδιά μετά την Ανάσταση, κατά το οπ. τα παιδιά τσούγκριζαν τα πασχαλινά αβγά και ο νικητής έπαιρνε τα αβγά των ηττημένων Μισθ.