ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-άβη (επίθμ.) -άβη [ˈavi] Φάρασ. Μεσν. επίθμ. ποντ. ανδρωνυμ. -άβα, πιθ. λαζικής προέλευσης (βλ. Georgakas 1982: 274-289, όπου και συζήτηση των διαφόρων προσπαθειών ετυμολόγησης).
Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ουσ. από τα αντίστοιχα αρσ. : κεχάβη (αρχόντισσα, η γυναίκα του άρχοντα) Φάρασ. χατζάβη (προσκυνήτρια στους Άγιους Τόπους, η γυναίκα του χατζή) Φάρασ. Συνών. -ίνα