ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβάνης (ουσ. ουδ.) αβάν’ [aˈvan] Φερτάκ. Πληθ. αβάνια [aˈvaɲa] Φερτάκ. Από το νεότ. ουσ. ἀβάνης, το οπ. από το τουρκ. (< περσ.) διαλεκτ. ουσ. avan = α) αγριάνθρωπος, ληστής, νταής β) μπράβος, εκτελεστής (Redhouse). Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (1983: 366).
Μέλος άγριας τουρκόφωνης περιπλανώμενης ληστρικής ομάδας ό.π.τ. : Χάτην ένα αβάν’ κι είπαν σε μιά γυναίκα να κατσήτ’ να το κλάψει τ’ (Πέθανε ένας Αβάνης και είπαν σε μιά γυναίκα να καθήσει να τον κλάψει) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τι ήταν δεν ξέραμε, ούτε Χριστιανοί ούτε Τούρκοι· αβάνια έλεγάν τα. Τι ’νdαι; Μέσα ’ς τα σπίτια είχαμ’ κελέρια· εκεί κρυβόμασταν (Τι ήταν δεν ξέραμε, ούτε Χριστιανοί ούτε Τούρκοι· τους έλεγαν Αβάνια. Τι είναι; Μέσα στα σπίτια είχαμε υπόγεια· εκεί κρυβόμαστε) Φερτάκ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Πβ. γιουρούκης, ντελήμπασης