εγιαναί
(επίρρ.)
εγιαναί
[eʝaˈne]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. heyyâ = ναι (THADS, λ. heyyâ), με μορφολ. επίδρ. του επιρρ. ναι.
Nαι
Συνών.
αναί