εδαρανός
(επίθ.)
αδαρανός
[aðaraˈnοs]
Σινασσ.
'δαρανό
[ðaraˈno]
Μαλακ.
'νταρανό
[daraˈno]
Μισθ.
'ντιαρανού
[dʝaraˈnu]
Μισθ.
'νταρανού
[daraˈnu]
Μισθ.
'ντερενού
[dereˈnu]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ.
'ντερενιού
[dereˈɲu]
Σεμέντρ.
'δεριανό
[ðerʝaˈno]
Γούρδ.
'ντεριανό
[derʝaˈno]
Αραβαν.
'ζαριανός
[zaˈrʝanos]
Σίλ.
Από το επίρρ. εδαρέ, όπου και τύπ. αδαρά, 'ντερέ, 'ντεριά, 'ντιαρά, 'ζαριά και το παραγωγ. επίθμ. -ανός. Οι τύπ. με ληκτικό -νού συνήθεις σε επίθ. παραγόμενα από χρον. επιρρ. αναλογ. προς προσδιορισμούς χρόνου κατά γεν. Πβ. ημέρα>ημερ'νού, σήμερα> σημερ'νού. Βλ. και Αναστασιάδης (1976: 35).
Τωρινός
ό.π.τ.
:
T' αδαρανά τέκνα αβούτσ̑α είνdαι
(Tα σημερινά παιδιά έτσι είναι)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Σέμη 'ς τ' εμέαρ 'ντερενού 'ου σπίτ'
(Μπήκε στο δικό μας το τωρινό σπίτι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ιτό ντέ 'νι 'νταρανού όργου
(Αυτό δεν είναι τωρινή δουλειά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Tσι τρώιξις ψωμί, χουρσά χουρσά μύριζι, ντεν ήδουν 'αν 'νταρανά τα αλεύρια
(Και έτρωγες ψωμί, μοσχομύριζε, δεν ήταν σαν τα σημερινά τα αλεύρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'ντιαρανά ντα πεεράις ντέ 'ντι αντ' αβιαλτιανού
(Oι τωρινές οι πεθερές δεν είναι σαν τις παλιές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σε μας πεις ρυό 'ζαριανά καλαdζ̑ά
(Θα μας πεις δυό τωρινά αστεία)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
'ντεριανά αρώπ'
(Oι τωρινοί άνθρωποι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
'ντερενού τα κανείζια
(Τωρινοί οι κάποιοι˙ οι τωρινοί άνθρωποι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'ντερενού τα κανείσγια
(Τωρινοί οι κάποιοι˙ οι τωρινοί άνθρωποι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
σημερινός