εδεκειά
(επίρρ.)
'ντεκειά
[deˈca]
Αξ., Σεμέντρ.
'τεκειά
[teˈca]
Μαλακ., Σίλ.
'τεκά
[teˈka]
Σίλ.
'δετσ̑ά
[ðeˈtʃa]
Μισθ.
'ντετσ̑ά
[deˈtʃa]
Μισθ., Τσαρικ.
'δετσού
[ðeˈtsu]
Μισθ.
'ντετσ̑ού
[deˈtʃu]
Μισθ., Τσαρικ.
'ντεετσού
[deeˈtsu]
Μισθ.
'δετσειζού
[ðetsiˈzu]
Μισθ.
'ντετσειζού
[detsiˈzu]
Μισθ.
Από το νεότ. επίρρ. ἐδεκεῖ. Οι τύπ. σε -ού αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε -ού (π.χ. αλλού). Κατά τον Κωστάκη (1968: 196) από την φρ. τ' 'εκειά.
1. Εκεί
ό.π.τ.
:
Βράιξαμ’ κουρλοbίστις, εβάλλαμ’ ντα 'ντετσ̑ού ση γούρνα
(Βράζαμε μολόχες, τις βάζαμε εκεί μέσα στην γούρνα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τεκά τσο ’ν’ τιλεύεις;
(Εκεί τι ζητάς;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'ντετσ̑ά ντογρού να πας
(Εκεί ευθεία να πας )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μούτλαα 'ντετσ̑ού έφαιν
(Σίγουρα εκεί έφαγε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αν έρτου 'ντεετσού, να τσακώσου δα πτάαρια σ’
(Αν έρθω εκεί, θα σου σπάσω τα ποδάρια σου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έχ' τσι θείο μ' Κοσμάς 'δετσ̑ά συγγενείς
(Έχει και ο θείος ο Κοσμάς εκεί συγγενείς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Καχόδουν 'δετσ̑ά
(Καθόμουν εκεί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Είχαν του 'ντετσειζού
(Το είχαν εκεί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Το πλεφρό κειόουν τόσο ντερέκ που για να κατέβουν 'ντετσ̑ού κάτ', κρέισκαν ντώεκα φορτώματα ράμμα
(Το πηγάδι ήταν τόσο βαθύ που για να κατέβουν εκεί κάτω, χρειάζονταν δώδεκα φορτιά σχοινί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Φρ.
Τσ̑αού σταυρό 'ντετσ̑ού διάουλος
(Εδώ σταυρός, εκεί διάβολος˙ το έλεγαν όταν τους τύχαινε ανεμοστρόβιλος και έκαναν το σταυρό τους)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Και με συνδυασμό άλλων επιρρημάτων, εκεί
κ.α., Μισθ.
:
'ντετσ̑ά κάτ’ τσ̑είδι ατό ντου αράϊζις
(Εκεί κάτω είναι αυτό που έψαχνες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Ασμ.
Ντετσ̑ά κάτω στο ντερέ τσ̑είνdι ένα γιριά
Τσ̑είνdι ένα γιριά, ψήν’, ψήν'
Τρώω τσι γαϊdουριού τ’ αφτιά
(Εκεί κάτω στην ρεματιά, είναι μιά γριάEίναι μιά γριά, ψήνει, ψήνει
Tρώω και του γαϊδάρου τα αφτιά (από πειραχτικό άσμ.)) Μισθ. -Κωστ.Μ.
Τσ̑είνdι ένα γιριά, ψήν’, ψήν'
Τρώω τσι γαϊdουριού τ’ αφτιά
(Εκεί κάτω στην ρεματιά, είναι μιά γριάEίναι μιά γριά, ψήνει, ψήνει
Tρώω και του γαϊδάρου τα αφτιά (από πειραχτικό άσμ.)) Μισθ. -Κωστ.Μ.