εγιλντώ
(ρ.)
εγιλτώ
[eʝilˈto]
Φλογ.
εϊλντώ
[eilˈdo]
Σίλ.
εν̊ιλντού
[eŋilˈdu]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. eğilmek = σκύβω.
2. Λυγίζω, κάμπτομαι
Φλογ.
:
Το δεντρό 'πότ' είν' μικρό εγιλτέ
(Το δέντρο όταν είναι μικρό λυγίζει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
μπιουκιουλντίζω