ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εγιλντώ (ρ.) εγιλτώ [eʝilˈto] Φλογ. εϊλντώ [eilˈdo] Σίλ. εν̊ιλντού [eŋilˈdu] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. eğilmek = σκύβω.
1. Σκύβω ό.π.τ. : Πολύ εϊλντά (Πολύ σκύβει) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Τούρκος εγιλτέ και σ̑οριούτσικα σ' ωτί τ' ρωτά (Ο Τούρκος σκύβει και τον ρωτάει κρυφά στο αφτί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. χαμηλώνω, κλίνω
2. Λυγίζω, κάμπτομαι Φλογ. : Το δεντρό 'πότ' είν' μικρό εγιλτέ (Το δέντρο όταν είναι μικρό λυγίζει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. μπιουκιουλντίζω