εγίπ
(σύνδ.,μόρ.)
εγίπ
[eˈʝip]
Ουλαγ.
αγίπ
[aˈʝip]
Ουλαγ.
εΐπ
[eˈip]
Ουλαγ.
αΐπ
[aˈip]
Ουλαγ.
Πιθ. από το αποσπασμένο τουρκ. ρηματικό επίθμ. -ip, - ıp, -up, -üp (που μετά από φωνηεντόληκτα ρηματικά θέματα παίρνουν την μορφή -yip, - yıp, -yup, -yüp) και σχηματίζει ρηματ. δομές που εκφράζουν χρονική ακολουθία (π.χ. kahvaltısnı yapıp okula gitti = πήρε πρωινό και πήγε στο σχολείο).
1. Απαντά μετά από το ρήμα πρότασης και λειτουργεί ως ειδικός σύνδεσμος
Ουλαγ.
:
Ντράν’σε κοιμάται αΐπ
(Είδε ότι κοιμάται)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
ότι
β.
Φατικός δείκτης με την σημ. ‘είπε’
:
Τσ̑ι̂γι̂́ρσε το μικρό τ' το παιί γκαι έπε: «Ότια χάνομαι», εγίπ, «ό,τις έρεται, ντέσ' το ντα κορίτσ̑α, πούλ' ντα»
(Φώναξε τον μικρό του γιο και είπε: «Όταν πεθάνω», είπε, «όποιος έρθει, δώσε του τα κορίτσια, πούλα τα»
)
Ουλαγ.
-Dawk.
Έπε κι: «Ιτσ̑ά ντα τσ̑ίνες ατί ντο̈γιϋσ̑ντΰν;», εγίπ, έπε
(Είπε: «Aυτά τα σπουργίτια γιατί μαλώνουνε;», είπε
)
Ουλαγ.
-Dawk.
3. Φατικός δείκτης που δηλώνει την μετάβαση σε επόμενο στάδιο της αφηγήσης
:
Τ’ άλλο τα ντο μέρα παίνισ̑γκε ντο ασκερλι̂́κ εγίπ
(Την άλλη μέρα, που λες, πήγε στον στρατό)
Ουλαγ.
-Dawk.