ουλάτισμα
(ουσ. ουδ.)
ουλάτισμα
[uˈlatizma]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. ουλατίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Προσθήκη
Συνών.
ουλαμάς :1
2. Συνδεση
3. Μπόλιασμα