ουλάτισμα
(ουσ. ουδ.)
ουλάτισμα
[uˈlatizma]
Φάρασ.
ουλάτημα
[uʹlatima]
Μαλακ.
Από το αορ. θ. του ρ. ουλατίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Προσθήκη
Συνών.
ουλαμάς
2. Σύνδεση
3. Μπόλιασμα
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025