ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αντίζω (ρ.) ανdι̂́ζω [anˈdɯzo] Αξ. ανdιέζω [andiˈezo] Φάρασ. ανdι-έω [andiˈeo] Φάρασ. ανdώ [anˈdo] Ανακ. Αόρ. άνξα [ˈanksa] Σινασσ., Φάρασ. άνσα [ˈansa] Τσελτ. Από το τουρκ. ρ. anmak, αορ. and(ım) = α) ανακαλώ στην μνήμη, θυμάμαι β) αναφέρω, μνημονεύω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Αναφέρω, μνημονεύω Αξ., Φάρασ. : Τσ̑άπου αν ανdίεσ’ του Χριστού τ’ όνομα έν’ ατσ̑εί κονdά σου (Όποτε μνημονεύεις το όνομα του Χριστού, είναι εκεί κοντά σου ) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. || Ασμ. Τσ̑άπου σε ανdίεν σε είσαι χαζίρι
σένα τσ̑αι τη νεικόνα σου προστσυνούμεν σε
((Όποτε σε μνημονεύουν, είσαι πρόθυμος
εσένα και την εικόνα σου σε προσκυνούμε)
(Από άσμ. για τον Άγιο Γεώργιο))
Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.
Συνών. αντίζω :1, μνημονεύω
2. Θυμάμαι ό.π.τ. : || Φρ. Ο γεις άνξεν, ο γεις ανdά (Κάποιος μας θυμήθηκε, κάποιος μας θυμάται˙ το λέει κάποιος όταν βουίζει το αφτί του) Ανακ. Χαΐρ' να ιδείς! Κάποιος σε άνσι (Καλό θα δεις! Κάποιος σε θυμήθηκε!˙ όταν κάποιος φτερνίζεται ή βουίζει το αφτί του) Τσελτ. -ΚΜΣ-ΚΠ37 || Παροιμ. Ανdιές το στσ̑υλί έπαρ’το ραβντί σα σ̑έρε σου (Θυμήθηκες το σκυλί, πάρε το ραβδί στα χέρια σου˙ κατά φωνή κι ο γάιδαρος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ανανοούμαι, θυμούμαι