ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αντί (πρόθ.) ανdί [anˈdi] Καππ. ανdίς [anˈdis] Μισθ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. ανdζίς [anˈdzis] Τελμ. άνdι [ˈandi] Φάρασ. Αρχ. πρόθ. ἀντί. Ο τύπ. ανdίς μεσν., αναλογ. προς σιγμόληκτες προθέσεις, π.χ. δίχως, χωρίς. Ο τύπ. ανdζίς με ομαλή για το ιδ. Τελμησσού ουράνωση [ti] > [tsi]. Βλ. και σαν (ΙΙ) όπου και τύπ. αν. Πβ. σαν
1. Ως πρόθεση με ουσ., δηλώνει ανταλλαγή, αντικατάσταση Σινασσ. : Ανdίς εμένα (Αντί για εμένα) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. για
β. Και με πρόταση Μισθ., Σινασσ. : Ανdίς να πάγω (Aντί να πάω ) Σινασσ. -Αρχέλ. Ανdί να ντου ειπούμ' γκατσαρόλα λέμ' ντου ντάνdζ̑αρα (Αντί να το πούμε κατσαρόλα το λέμε τέντζερη ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ως πρόθεση, δηλώνει σύγκριση-παρομοίωση Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Ήτον φένgος, εύγασκεν ανdί τον ήλιο (Υπήρχε φως, φώτιζε σαν τον ήλιο) Φάρασ. -ΙΛΝΕ Κουπώνει ντα ανdί πεγάιδι η βρεσ̑ή (Η βροχή χυνόταν σαν από βρύση) Φάρασ. -Dawk. Ένι 'λτινό ανdί γαίιμα (Είναι κόκκινο σαν αίμα) Φάρασ. -Αναστασ. 'γαπέθαν 'πενενdάου τουν ανdί ’δέλφε (Αγαπήθηκαν μεταξύ τους σαν αδέλφια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ατό τον αγιασμό είχαν ντα ανdί τσ̑οινωνία, σάμου ήτουνι αν κανείς στανιέρη, διτίνκαν τα να πει λέικκου (Αυτόν τον αγιασμό τον είχαν σαν κοινωνία, όταν ήταν κάποιος άρρωστος του έδιναν λίγο για να γίνει καλά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ο χωρίος πεζώθη· φαίνεται με αντί μνημόρι (Το χωριό εκκενώθηκε· μου φαίνεται σαν νεκροταφείο) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Ανdί γουτούζι στσ̑υλί μη δάκνεις (Σα λυσσασμένο σκυλί μην δαγκώνεις˙ λέγεται για τους κακότροπους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Άσπρο ανdί γα (Άσπρο σαν το γάλα˙ για κάτι ολόλευκο) Φάρασ. -Ανδρ. Πβ. από, Συνών. σαν
β. Και με πρόταση Φάρασ. : Ατα̈́ το 'ίδι φαινέτι μι ανdί να τ͑οπ͑αλεύει (Αυτό το γίδι μου φαίνεται σαν να κουτσαίνει ) Φάρασ. -Αναστασ.
3. Ως επίρρημα, αντίκρυ, απέναντι Τελμ. : || Ασμ. Έλα ας κόψουμε κλειδιά, ας κόψουμ' αναχτήρια,
ας θέκουμε αντίς ψυχή, ας στάθη το γιοφύρι
((Έλα να κόψουμε κλειδιά, να κόψουμε ανοιχτήρια,
ας βάλουμε απέναντι (ας δώσουμε ως αντάλλαγμα) μιά ψυχή να σταθεί το γεφύρι))
Τελμ. -Αλεκτ.
Ση μέση κείτ' η μάνα μου, σην άκρ' η αδερφή μου,
αντσίς ακρής ακρούτσικα κάθεται κι ο γονιός μου
((Στην μέση είναι η μάνα μου, στην άκρη η αδερφή μου,
απέναντι άκρη άκρη κάθεται και ο πατέρας μου))
Τελμ. -Dawk.Song.
Συνών. αγνέντα, καρσί, καρσούλαϊ