αντιλόγι
(ουσ. ουδ.)
ανdιλόγι
[andiˈloʝi]
Σίλατ.
ανdιλόι
[andiˈloi]
Ανακ.
Από το μεσν. ουσ. ἀντιλογή = α) αντίλογος β) αντικείμενο ανταλλαγής. Πβ. και αρχ. ουσ. ἀντιλογία με μεταγν. σημ. ‘δικαίωμα, αξίωση’ .