ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αντιλόγι (ουσ. ουδ.) ανdιλόγι [andiˈloʝi] Σίλατ. ανdιλόι [andiˈloi] Ανακ. Από το μεσν. ουσ. ἀντιλογή = α) αντίλογος β) αντικείμενο ανταλλαγής. Πβ. και αρχ. ουσ. ἀντιλογία με μεταγν. σημ. ‘δικαίωμα, αξίωση’ .
Η δωρεάν παροχή βοήθειας για την καλλιέργεια των χωραφιών κάποιου ό.π.τ. : Τασ̑ύ έχομ’ εργάτ’ σε μένα, πας ανdιλόι; (Αύριο έχουμε εργάτες στο χωράφι μου, πας να βοηθήσεις; ) Ανακ. Δώσ’ μ’ ένα ανdιλόι (Δώσε μου βοήθεια για την καλλιέργεια των χωραφιών) Ανακ. Πβ. εμνιέτι, ντερμάνι :2, νταγιάχι :2