νταγιάχι
(ουσ. ουδ.)
νταγιάκ
[daˈʝak]
Μαλακ.
νταϊάχ'
[daiˈax]
Μισθ.
ταγιάχ̇ι
[taˈʝaxi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. dayak (< παλαιότ. tayak) = α) υποστήριξη β) υποστήριγμα, μπαστούνι.
1. Ξύλινο στήριγμα της βοϊδάμαξας
Μαλακ.
2. Ξυλοφόρτωμα
Συνών.
ξύλο :4, φάγισμα :1
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025