ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταγιάχι (ουσ. ουδ.) νταγιάκ [daˈʝak] Μαλακ. νταϊάχ' [daiʹax] Μισθ. ταγιάχ̇ι [taˈʝaxi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. dayak = μπαστούνι (< παλαιότ. τουρκ. tayak = υποστήριξη, μπαστούνι).
1. Ξύλο Συνών. ξύλο, παγκλάβι
β. Ειδικότ., το ξύλινο στήριγμα της βοϊδάμαξας
2. Στήριξη, βοήθεια : Ντώκα νταϊάχ' (Έδωσα στήριξη, στήριξα) Μισθ. -Μακρ. Συνών. γιαρντίμι, εμνιέτι, ντερμάνι