νταγιάχι
(ουσ. ουδ.)
νταγιάκ
[daˈʝak]
Μαλακ.
νταϊάχ'
[daiʹax]
Μισθ.
ταγιάχ̇ι
[taˈʝaxi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. dayak = μπαστούνι (< παλαιότ. τουρκ. tayak = υποστήριξη, μπαστούνι).
β.
Ειδικότ., το ξύλινο στήριγμα της βοϊδάμαξας
2. Στήριξη, βοήθεια
:
Ντώκα νταϊάχ'
(Έδωσα στήριξη, στήριξα)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
γιαρντίμι, εμνιέτι, ντερμάνι