ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταγιάχι (ουσ. ουδ.) νταγιάκ [daˈʝak] Μαλακ. νταϊάχ' [daiˈax] Μισθ. ταγιάχ̇ι [taˈʝaxi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. dayak (< παλαιότ. tayak) = α) υποστήριξη β) υποστήριγμα, μπαστούνι.
1. Ξύλινο στήριγμα της βοϊδάμαξας Μαλακ.
2. Ξυλοφόρτωμα Συνών. ξύλο :4, φάγισμα :1
3. Στήριξη, βοήθεια : Ντώκα νταϊάχ' (Έδωσα στήριξη, στήριξα) Μισθ. -Μακρ. Συνών. γιαρντίμι, εμνιέτι
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025