νταγιαντίζω
(ρ.)
νταγιανdι̂́ζω
[daʝanˈdɯzo]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φερτάκ.
νταγιανdίζου
[daʝanˈdizu]
Μαλακ., Μισθ.
νταϊdζίζου
[daiˈdzizu]
Σίλ.
ταγιαντίζω
[taʝanˈdizo]
Αφσάρ., Μαλακ., Φάρασ.
ταγιατίζου
[taʝaˈtizu]
Φάρασ.
νταγιανdώ
[daʝanˈdo]
Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
ταγιανdώ
[taʝanˈdo]
Φλογ.
νταγιανdού
[daʝanˈdu]
Ουλαγ.
ταγιαντι-έω
[taʝanˈdʝeo]
Φάρασ.
Αόρ.
νταγιάντ'σα
[daˈʝandsa]
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
νταγιάν'σα
[daʹʝansa]
Σινασσ.
Υποτ.
dαγιανdι̂́σω
[daʝanˈdɯso]
Αξ.
νταγιανdι̂́σου
[daʝanˈdisu]
Μισθ.
ταγανdίσω
[taɣanʹdiso]
Φλογ.
Προστ. Εν.
νταγιάνdα
[daˈʝanda]
Μισθ.
Παθ.
ταγιατιέμι
[taʝaˈtçemi]
Φάρασ.
νταγιανdούμου
[daʝanˈdumu]
Σίλ.
Νεότ. ρ. νταγιαντίζω και νταγιαντώ (Mackridge 2021: 42), το οπ. από το τουρκ. ρ. dayanmak, όπου και παλαιότ. και διαλεκτ. τύπ. tayanmak = α) κλίνω, στηρίζομαι β) εμπιστεύομαι γ) αντέχω δ) διαρκώ ε) φθάνω σε κάτι, σταματώ μπροστά του. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. Αντέχω, υπομένω
ό.π.τ.
:
Μάνα τ'νε ντέμ bορ' να νταγιανdι̂́σ̑' άλλο
(Η μητέρα τους δεν μπορεί να αντέξει άλλο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Νταγιάντα λίου ακούμ'
(Βάστα λίγο ακόμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Και το κορίτσ' Ταχήρ τ' αdζ̑ί δέν μπορ' να ταγαdίσ'· πήγεν σο μορμόδι τ' απάνω, σκότωσεν το μαυτού τ'
(Και το κορίτσι δεν μπορεί να αντέξει στον πόνο του Ταχήρ· πήγε πάνω στον τάφο του και αυτοκτόνησε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Έχου ένα πόνου, δε μπορώ να νταϊτζίσου
(Έχω έναν πόνο, δεν μπορώ να αντέξω)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Το φσ̑άχ’ ψή τ’ δεν ταγιαντά, πονεί το
(Του παιδιού η ψυχή δεν αντέχει, το λυπάται)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
κουρτώ :3, τραβώ :6, υπομένω
4. Φθάνω σε κάτι, σταματώ μπροστά του
Αξ., Σίλ.
:
Πήε αμπρός τους, μαζί μι τ' χαϊβάνιν του, μέγα του γλϋντζί, ταϊάντζησι ομπρός τους
(Πήγε μπροστά τους, μαζί με το άλογό του, το μεγάλο του σπαθί, σταμάτησε μπροστά τους)
Σίλ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
|| Παροιμ.
To χτέν' νταγιάντ'σεν στο κόμbος
(Το χτένι σταμάτησε στον κόμπο˙ έφτασε ο κόμπος στο χτένι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
5. Παθ., αντιστέκομαι
Φάρασ.