ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταγιαντίζω (ρ.) νταγιανdι̂́ζω [daʝanˈdɯzo] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φερτάκ. νταγιανdίζου [daʝanˈdizu] Μαλακ., Μισθ. νταϊτζίζου [daiˈdzizu] Σίλ. ταγιανdίζω [taʝanˈdizo] Αφσάρ., Μαλακ., Φάρασ. ταγιατίζου [taʝaˈtizu] Φάρασ. νταγιανdώ [daʝanˈdo] Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ. ταγιανdώ [taʝanˈdo] Φλογ. νταγιανdού [daʝanˈdu] Ουλαγ. ταγιαντι-έω [taʝanˈdʝeo] Φάρασ. Παρατατ. νταγιάνdανα [daˈʝandana] Τροχ. Αόρ. νταγιάντ'σα [daˈʝantsa] Αξ., Μαλακ., Μισθ. νταγιάν'σα [daˈʝansa] Σινασσ. ταϊάdζησα [taiˈadzisa] Σίλ. Υποτ. dαγιανdι̂́σω [daʝanˈdɯso] Αξ. νταγιανdι̂́σου [daʝanˈdisu] Μισθ. ταγανdίσω [taɣanˈdiso] Φλογ. Προστ. Εν. νταγιάνdα [daˈʝanda] Μισθ. Παθ. ταγιατιέμι [taʝaˈtçemi] Φάρασ. νταγιανdούμου [daʝanˈdumu] Σίλ. Αόρ. ταγιατίστα [taʝaʹtista] Φάρασ. Νεότ. ρ. νταγιαντίζω και νταγιαντώ (Mackridge 2021: 42), το οπ. από το τουρκ. ρ. dayanmak, όπου και παλαιότ. και διαλεκτ. τύπ. tayanmak = α) κλίνω, στηρίζομαι β) εμπιστεύομαι γ) αντέχω δ) διαρκώ ε) φθάνω σε κάτι, σταματώ μπροστά του. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. Αντέχω, υπομένω ό.π.τ. : Μάνα τ'νε ντέμ μπορ' να νταγιανdι̂́σ̑' άλλο (Η μητέρα τους δεν μπορεί να αντέξει άλλο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Νταγιάνdα λίου ακούμ' (Βάστα λίγο ακόμα) Μισθ. -Κοτσαν. Και το κορίτσ' Ταχήρ τ' ατζ̑ί δέν μπορ' να ταγανdίσ'· πήγεν σο μορμόδι τ' απάνω, σκότωσεν το μαυτού τ' (Και το κορίτσι δεν μπορεί να αντέξει στον πόνο του Ταχήρ· πήγε πάνω στον τάφο του και αυτοκτόνησε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Έχου ένα πόνου, δε μπορώ να νταϊτζίσου (Έχω έναν πόνο, δεν μπορώ να αντέξω) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Το φσ̑άχ’ ψή τ’ δεν ταγιανdά, πονεί το (Του παιδιού η ψυχή δεν αντέχει, το λυπάται) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Τα καμήλια και πολύ νταγιανdούν και χις̑ δε ζορμονούν (Οι καμήλες και πολύ αντέχουν και δεν λησμονούν) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. κουρτώ, τραβώ, υπομένω
2. Για τρόφιμα, διατηρούμαι Φερτάκ. Συνών. απομένω, βαστώ :3
3. Στηρίζομαι Μαλακ., Μισθ., Τροχ. : Πανdόνα λέσ̑κε ’μαυτότ’ το ντέρτ’ και τὄνα νταγιάνdανε ’ς τ’ άλλο και παίρισ̑καν τ͑άρρος ντεμέκ (Καθένας έλεγε τον δικό του καημό και ο ένας στηριζόταν στον άλλο και έπαιρναν τάχα θάρρος) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. ακουμπίζω, ντεντάγω
4. Φθάνω σε κάτι, σταματώ μπροστά του Αξ., Σίλ. : Πήε αμbρός τους μαζί μι τ' χαϊβάνιν του, μέγα του γλϋντζί· ταϊάdζησι ομbρός τους (Πήγε μπροστά τους μαζί με το άλογό του, το μεγάλο του σπαθί· σταμάτησε μπροστά τους) Σίλ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Παροιμ. To χτέν' νταγιάντ'σεν στο κόμbος (Το χτένι σταμάτησε στον κόμπο˙ έφτασε ο κόμπος στο χτένι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
5. Παθ., αντιστέκομαι Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 01/09/2025