ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαστώ (ρ.) βαστώ [vaˈsto] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. Παρατατ. βάστανα [ˈvastana] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ. Αόρ. βάσταξα [ˈvastaksa] Σινασσ. βάστηξα [ˈvastiksa] Μισθ. βάστησα [ˈvastisa] Ανακ. Παθ. βαστιέμι [vaˈstçemi] Μισθ. Αόρ. βαστήχα [vaˈstixa] Μισθ. Μεσν. ρ. βαστῶ < αρχ. βαστάζω.
1. Κρατώ κάτι Ανακ. Συνών. κρατώ
β. Φἐρω μαζί μου, έχω πάνω μου Ανακ.
2. Αντέχω Μισθ., Σινασσ., Φλογ. : Ντε βαστώ μ' ιτό του ζέσ̑τ' (Δεν αντέχω μ' αυτή την ζέστη) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Ντε βάστανεν τόπους (Δεν άντεχε ο τόπος, ενν. να σηκώσει το βάρος ενός σπιτιού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ατούρα, αν ντα φάμ' ιμείς, ντέκα μέρις ντε βαστούμ' (Αυτά, εάν τα φάμε εμείς, δέκα ημέρες δεν αντέχουμε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Η μαρκάλα δεν βάσταξε ασ' τα δάκρυα του κόρη της (Η δράκαινα δεν άντεξε τα δάκρυα της κόρης της) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. νταγιαντίζω, σώνω, υπομένω
3. Διατηρούμαι Ανακ., Μισθ. : Οχτώ μέρες κρέμανα κιριάς εκεί σα καταφύδια, βάστανεν, δε βρώμανεν (Οχτώ μέρες κρέμαγα κρέας εκεί στα υπόγεια κελλάρια, διατηρούνταν, δεν βρώμαγε) Ανακ. -Cost. Συνών. απομένω, νταγιαντίζω
4. Τηρώ νηστεία ή γιορτή Μισθ., Ποτάμ. : Άμα ήτον μεγάλη γιορτή, τρώισ̑καμ’ και Τετάρτη και Παρασκευή, και δε βάσταναμ’ (Αμα ήταν μεγάλη γιορτή, τρώγαμε και Τετάρτη και Παρασκευή, και δεν τηρούσαμε την νηστεία) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 Μάρτ' τοχουζού βαστούμ' γιορτή τ' (Στις 9 Μαρτίου τηρούμε την γιορτή του) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. νηστεύω