βαστώ
(ρ.)
βαστώ
[vaˈsto]
Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
Παρατατ.
βάστανα
[ˈvastana]
Ανακ., Μισθ., Ποτάμ.
Αόρ.
βάσταξα
[ˈvastaksa]
Σινασσ.
βάστηξα
[ˈvastiksa]
Μισθ.
βάστησα
[ˈvastisa]
Ανακ.
Παθ.
βαστιέμι
[vaˈstçemi]
Μισθ.
Αόρ.
βαστήχα
[vaˈstixa]
Μισθ.
Μεσν. ρ. βαστῶ < αρχ. βαστάζω.
β.
Φἐρω μαζί μου, έχω πάνω μου
Ανακ.
2. Αντέχω
Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
:
Ντε βαστώ μ' ιτό του ζέσ̑τ'
(Δεν αντέχω μ' αυτή την ζέστη)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Ντε βάστανεν τόπους
(Δεν άντεχε ο τόπος, ενν. να σηκώσει το βάρος ενός σπιτιού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ατούρα, αν ντα φάμ' ιμείς, ντέκα μέρις ντε βαστούμ'
(Αυτά, εάν τα φάμε εμείς, δέκα ημέρες δεν αντέχουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Η μαρκάλα δεν βάσταξε ασ' τα δάκρυα του κόρη της
(Η δράκαινα δεν άντεξε τα δάκρυα της κόρης της)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
νταγιαντίζω, σώνω, υπομένω
3. Διατηρούμαι
Ανακ., Μισθ.
:
Οχτώ μέρες κρέμανα κιριάς εκεί σα καταφύδια, βάστανεν, δε βρώμανεν
(Οχτώ μέρες κρέμαγα κρέας εκεί στα υπόγεια κελλάρια, διατηρούνταν, δεν βρώμαγε)
Ανακ.
-Cost.
Συνών.
απομένω, νταγιαντίζω
4. Τηρώ νηστεία ή γιορτή
Μισθ., Ποτάμ.
:
Άμα ήτον μεγάλη γιορτή, τρώισ̑καμ’ και Τετάρτη και Παρασκευή, και δε βάσταναμ’
(Αμα ήταν μεγάλη γιορτή, τρώγαμε και Τετάρτη και Παρασκευή, και δεν τηρούσαμε την νηστεία)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
Μάρτ' τοχουζού βαστούμ' γιορτή τ'
(Στις 9 Μαρτίου τηρούμε την γιορτή του)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
νηστεύω