βάφτιση
(ουσ. θηλ.)
βάφτισ̑'
[ˈvaftiʃ]
Μισθ.
μάφτισ'
[ˈmaftis]
Μισθ.
μάφτισ̑’
[ˈmaftiʃ]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. βάπτισις = βύθισμα σε υγρό. Ο τύπ. με αρκτ. μ- από το βαφτίζω, όπου και τύπ. μαφτίζω < ἐμβαπτίζω.
Βάφτιση
ό.π.τ.
:
Σου βάφτισ̑' ντε παίνιξει σερνικός, βαβά ντε παίνιξι
(Στην βάφτιση δεν πήγαινε άντρας, ο πατέρας δεν πήγαινε)
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
’ς μάφτισ' ντου φσ̑άχ σ̑άσ' ντε ξέβαλι
(Στην βάφτιση το μωρό δεν έβγαλε μιλιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
βαφτίσια, βάφτισμα, φώτιση :2, φώτισμα :3