φώτιση
(ουσ. θηλ.)
φώτιση
[ˈfotisi]
Σίλ., Σινασσ.
φώτ’ση
[ˈfotsi]
Σινασσ.
Από το πρώιμ. μεσν. ουσ. φώτισις.
1. Η παροχή πνευματικού φωτός και η καθοδήγηση
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Δεν δίνω ’γώ την φώτ’σην μου εις την Τούρκα
(Δεν δίνω εγώ πνευματική φώτιση στην Τουρκάλα)
Σινασσ.
-Lag.
2. Βάφτιση
Σίλ.