ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φώτιση (ουσ. θηλ.) φώτιση [ˈfotisi] Σίλ., Σινασσ. φώτ’ση [ˈfotsi] Σινασσ. Από το πρώιμ. μεσν. ουσ. φώτισις.
1. Η παροχή πνευματικού φωτός και η καθοδήγηση ό.π.τ. : || Ασμ. Δεν δίνω ’γώ την φώτ’σην μου εις την Τούρκα (Δεν δίνω εγώ πνευματική φώτιση στην Τουρκάλα) Σινασσ. -Lag.
2. Βάφτιση Σίλ.