βαφτίσια
(ουσ. ουδ.)
μαφτίσι
[maˈftisi]
Τροχ.
Πληθ.
βαφτίσια
[vaftiˈsça]
Μαλακ.
βαφτίσ̑α
[vaˈftiʃa]
Μισθ.
Από τον πληθ. του νεότ. ουσ. βαπτίσιν, το οπ. από ουσιαστ. του απαρεμφ. βαπτίσειν του ρ. αρχ. βαπτίζω.
1. Βάπτιση
Μισθ.
:
Είνι καλά πράμαδα ιτούρα, δα γάμουϊα, βαφτίσ̑α
(Είναι καλά πράματα αυτά, οι γάμοι, τα βαφτίσια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μαφτισιού νερά χύνουν τα μέσα 'ς την εκκλησ̑ά
(Tο νερό (της κολυμπήθρας) της βάφτισης το χύνουν μέσα στην εκκλησία)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
βάφτιση, βάφτισμα, φώτιση :2, φώτισμα :3
2. Το τραπέζι μετά την βάπτιση του βρέφους
Μαλακ.
β.
Δώρα από τον νονό στους καλεσμένους μετά την βάφτιση
Μισθ.