ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαφτίσια (ουσ. ουδ.) μαφτίσι [maˈftisi] Τροχ. Πληθ. βαφτίσια [vaftiˈsça] Μαλακ. βαφτίσ̑α [vaˈftiʃa] Μισθ. Από τον πληθ. του νεότ. ουσ. βαπτίσιν, το οπ. από ουσιαστ. του απαρεμφ. βαπτίσειν του ρ. αρχ. βαπτίζω.
1. Βάπτιση Μισθ. : Είνι καλά πράμαδα ιτούρα, δα γάμουϊα, βαφτίσ̑α (Είναι καλά πράματα αυτά, οι γάμοι, τα βαφτίσια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μαφτισιού νερά χύνουν τα μέσα 'ς την εκκλησ̑ά (Tο νερό (της κολυμπήθρας) της βάφτισης το χύνουν μέσα στην εκκλησία) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. βάφτιση, βάφτισμα, φώτιση :2, φώτισμα :3
2. Το τραπέζι μετά την βάπτιση του βρέφους Μαλακ.
β. Δώρα από τον νονό στους καλεσμένους μετά την βάφτιση Μισθ.