βασιλοσύνη
(ουσ. ουδ.)
βασ̑ιλοψ̑ύμι
[vaʃiloˈpʃim]
Αξ.
βασ̑ιλοψ̑ύμ'
[vaʃiloˈpʃim]
Αξ.
Aπό το ουσ. βασιλέας, όπ. και τύπ. βασιλός, και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη. Η λ. υπό τον τύπ. βασιλοσύνη και σε δημώδ. άσμ. από την Θράκ. και την Κωνπλ.
Βασιλική ιδιότητα ή εξουσία
:
Τίχαλα τόναν χάσεν γκι ηύρεν το βασ̑ιλοψ̑ύμι τ'
(Πώς ένας έχασε και βρήκε την βασιλεία του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μπέλκι το βασ̑ιλοψ̑ύμ' να έν' το σον το γι̂σμέτ'
(Ίσως η βασιλεία να είναι η μοίρα σου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
βασιλεία