βασιλέας
(ουσ. αρσ.)
βασιλέας
[vasiˈleas]
Μαλακ., Ποτάμ.
βασιλέγας
[vasiˈleɣas]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ.
βασ̑ιλέγας
[vaʃiˈleɣas]
Σίλατ.
βασ̑ιλιάς
[vaʃiˈʎas]
Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ.
βασ̑ιλιός
[vaʃiˈʎos]
Αξ., Τροχ., Φλογ.
βάσ̑ιλιος
[ˈvaʃiʎos]
Μισθ., Τσαρικ.
βασιλός
[vasiˈlοs]
Σατ., Φάρασ., Φλογ.
Κλητ.
βασιλέ
[vasiˈle]
Φάρασ.
Πληθ.
βασιλιοί
[vasiˈʎi]
Θηλ.
βασ̑ίλ'σσα
[vaˈʃilsa]
Ανακ.
βασίλτσ̑α
[vaˈsiltʃa]
Αξ., Τροχ.
βασίλτσα
[vaˈsiltsa]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. βασιλέας (< αρχ. βασιλεύς). Ο τύπ. βασιλιός νεότ.
1. Κληρονομικός άρχοντας κράτους, βασιλιάς
ό.π.τ.
:
Ένα βασ̑ιλέγας είχε ένα ναίκα, και φσ̑άχα δεμ μποίκεν
(Ένας βασιλιάς είχε μιά γυναίκα και παιδιά δεν έκαναν)
Σίλατ.
-Dawk.
Πάγου να το πω του βασιλέγα
(Πάω να το πω στον βασιλιά)
Μαλακ.
-Dawk.
Βασ̑ιλιός είπεν: «Να μη πσ̑είτ' άλλο κρασ̑ί»
(Ο βασιλιάς είπε: «Να μην πιείτε άλλο κρασί»)
Αξ.
-Dawk.
’ς αμ μπρώτο ζαμάνι ήτουν α βασιλός
(Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς)
Φάρασ.
-Dawk.
Ύστερα βασιλός τρανά
(Ύστερα ο βασιλιάς κοιτάζει)
Φλογ.
-Dawk.
Του βασιλό τη ναίκα πάλι κρυφά βρίζουν τα
(Του βασιλιά την γυναίκα πάλι κρυφά την βρίζουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τούς τα κατέσ̑ει του είδε ο βασιλός τον ύπνο;
(Πώς το ξέρει το όνειρο που είδε ο βασιλιάς;)
Φάρασ.
-Dawk.
Το μεγάλο έκανάν το βασ̑ιλιός
(Το μεγάλο το έκαναν βασιλιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Βασ̑ιλιού ναίκα ποίκεν 'να κορίτσ̑'
(Η γυναίκα του βασιλιά έκανε ένα κορίτσι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Σον παλό τον ταρό ήτουν α βασιλός τσ̑' είσ̑εν τρία γιοι
(Στον παλιό τον καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε τρεις γιούς)
Σατ.
-Παπαδ.
Ογώ τσ̑είμι βάσιλιο ντου παιί
(Εγώ είμαι ο γιος του βασιλιά)
Μισθ.
-Κοιμίσ.
Η βασίλτσα ποίτσ̑εν τη χρεία τσ̑αι τσ̑είνος πήρεν τη στράτα μπρον του, πήε
(Η βασίλισσα του ετοίμασε τις προμήθειές του, και εκείνος πήρε τον δρόμο μπροστά του, έφυγε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Να 'ινώ το χώμα σου, βασιλέ μου
(Να γίνω χώμα να με πατήσεις, βασιλιά μου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Του βασιλό τα ψωμία
(Του βασιλιά τα ψωμιά˙ οι βασιλόπιτες)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Βασιλό νομάτ'
(Άνθρωπος του βασιλιά˙ κρατικός υπάλληλος)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
|| Παροιμ.
Από πίσω υβρίζουν και τον βασιλιά
(Αποπίσω βρίζουν και τον βασιλιά˙ κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τις πισώπλατες κακολογίες)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Του βασιλό τη ναίκα πάλι βρίζουν ντα
(Του βασιλιά την γυναίκα πάλι κρυφά την βρίζουν˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ομπρό ήλθεν συμπέθερο τ’ και λέγ': «Βασιλιά μου
αυθένdα μου, τι με λες, τι με ορίεις;» (Μπροστά ήρθε στον συμπέθερό του και λέει «Βασιλιά μου
αφέντη μου, τι μου λες, τι μου ορίζεις;») Τελμ. -ΚΜΣ 63 Συνών. πατισάχος
αυθένdα μου, τι με λες, τι με ορίεις;» (Μπροστά ήρθε στον συμπέθερό του και λέει «Βασιλιά μου
αφέντη μου, τι μου λες, τι μου ορίζεις;») Τελμ. -ΚΜΣ 63 Συνών. πατισάχος
2. Νεόνυμφος
Σίλατ.