ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βασιλέας (ουσ. αρσ.) βασιλέας [vasiˈleas] Μαλακ., Ποτάμ. βασιλέγας [vasiˈleɣas] Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ. βασ̑ιλέγας [vaʃiˈleɣas] Σίλατ. βασ̑ιλιάς [vaʃiˈʎas] Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ. βασ̑ιλιός [vaʃiˈʎos] Αξ., Τροχ., Φλογ. βάσ̑ιλιος [ˈvaʃiʎos] Μισθ., Τσαρικ. βασιλός [vasiˈlοs] Σατ., Φάρασ., Φλογ. Κλητ. βασιλέ [vasiˈle] Φάρασ. Πληθ. βασιλιοί [vasiˈʎi] Θηλ. βασ̑ίλ'σσα [vaˈʃilsa] Ανακ. βασίλτσ̑α [vaˈsiltʃa] Αξ., Τροχ. βασίλτσα [vaˈsiltsa] Φάρασ. Μεσν. ουσ. βασιλέας (< αρχ. βασιλεύς). Ο τύπ. βασιλιός νεότ.
1. Κληρονομικός άρχοντας κράτους, βασιλιάς ό.π.τ. : Ένα βασ̑ιλέγας είχε ένα ναίκα, και φσ̑άχα δεμ μποίκεν (Ένας βασιλιάς είχε μιά γυναίκα και παιδιά δεν έκαναν) Σίλατ. -Dawk. Πάγου να το πω του βασιλέγα (Πάω να το πω στον βασιλιά) Μαλακ. -Dawk. Βασ̑ιλιός είπεν: «Να μη πσ̑είτ' άλλο κρασ̑ί» (Ο βασιλιάς είπε: «Να μην πιείτε άλλο κρασί») Αξ. -Dawk. ’ς αμ μπρώτο ζαμάνι ήτουν α βασιλός (Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς) Φάρασ. -Dawk. Ύστερα βασιλός τρανά (Ύστερα ο βασιλιάς κοιτάζει) Φλογ. -Dawk. Του βασιλό τη ναίκα πάλι κρυφά βρίζουν τα (Του βασιλιά την γυναίκα πάλι κρυφά την βρίζουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τούς τα κατέσ̑ει του είδε ο βασιλός τον ύπνο; (Πώς το ξέρει το όνειρο που είδε ο βασιλιάς;) Φάρασ. -Dawk. Το μεγάλο έκανάν το βασ̑ιλιός (Το μεγάλο το έκαναν βασιλιά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Βασ̑ιλιού ναίκα ποίκεν 'να κορίτσ̑' (Η γυναίκα του βασιλιά έκανε ένα κορίτσι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Σον παλό τον ταρό ήτουν α βασιλός τσ̑' είσ̑εν τρία γιοι (Στον παλιό τον καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε τρεις γιούς) Σατ. -Παπαδ. Ογώ τσ̑είμι βάσιλιο ντου παιί (Εγώ είμαι ο γιος του βασιλιά) Μισθ. -Κοιμίσ. Η βασίλτσα ποίτσ̑εν τη χρεία τσ̑αι τσ̑είνος πήρεν τη στράτα μπρον του, πήε (Η βασίλισσα του ετοίμασε τις προμήθειές του, και εκείνος πήρε τον δρόμο μπροστά του, έφυγε) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Να 'ινώ το χώμα σου, βασιλέ μου (Να γίνω χώμα να με πατήσεις, βασιλιά μου) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Του βασιλό τα ψωμία (Του βασιλιά τα ψωμιά˙ οι βασιλόπιτες) Φάρασ. -Ανδρ. Βασιλό νομάτ' (Άνθρωπος του βασιλιά˙ κρατικός υπάλληλος) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β || Παροιμ. Από πίσω υβρίζουν και τον βασιλιά (Αποπίσω βρίζουν και τον βασιλιά˙ κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τις πισώπλατες κακολογίες) Σινασσ. -Αρχέλ. Του βασιλό τη ναίκα πάλι βρίζουν ντα (Του βασιλιά την γυναίκα πάλι κρυφά την βρίζουν˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Ομπρό ήλθεν συμπέθερο τ’ και λέγ': «Βασιλιά μου
αυθένdα μου, τι με λες, τι με ορίεις;»
(Μπροστά ήρθε στον συμπέθερό του και λέει «Βασιλιά μου
αφέντη μου, τι μου λες, τι μου ορίζεις;»)
Τελμ. -ΚΜΣ 63
Συνών. πατισάχος
2. Νεόνυμφος Σίλατ.