βασιλικώνα
(ουσ. ουδ.)
βασ̑'λικώνα
[vaʃliˈkona]
Φλογ.
Aπό το ουσ. βασιλικός (ΙΙ) και το παραγωγ. επίθμ. -ώνα.
Θέση πάνω από το ανώφλι της αυλόπορτας όπου τοποθετούνταν γλάστρες με λουλούδια.