ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαρυφορτώνει (ρ. απρόσ.) βαρυφορτών' [variforˈton] Αξ. Από το νεότ. ρ. βαρυφορτώνω, το οπ. από το πρώιμ. μεσν. επίθ. βαρύφορτος = βαριά φορτωμένος και το παραγωγ. επίθ. -ώνω.
Για τον καιρό, μαζεύω σύννεφα για βροχή : Μέρα βαρυφόρτωσεν (Η μέρα γέμισε σύννεφα για βροχή) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. μπουλαντίζω, συννεφιάζω, τσικνώνω :4