βαρυφορτώνει
(ρ. απρόσ.)
βαρυφορτών'
[variforˈton]
Αξ.
Από το νεότ. ρ. βαρυφορτώνω, το οπ. από το πρώιμ. μεσν. επίθ. βαρύφορτος = βαριά φορτωμένος και το παραγωγ. επίθ. -ώνω.
Για τον καιρό, μαζεύω σύννεφα για βροχή
:
Μέρα βαρυφόρτωσεν
(Η μέρα γέμισε σύννεφα για βροχή)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
μπουλαντίζω, συννεφιάζω, τσικνώνω :4