βαρσούζ
(επίθ.)
βαρσ̑ούζ
[varʃuz]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. varissiz = α) χωρίς κληρονόμο β) ελεύθερος γ) αδρανής.
Αργός, νωθρός
:
Τ’ άλογα ήταν βαρσ̑ούζ, κι εκείνα γιαβάσ̑α γιαβάσ̑α
(Τα άλογα ήταν νωθρά, κι εκείνα (πήγαιναν) αργά αργά)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
αβαράς :2, βαρύς :4, γαλπαζάνος, μιζμίζης, Αντίθ
αψύς :2
Τροποποιήθηκε: 09/08/2025