βαρελιώνας
(επίθ.)
βαρελιώνας
[vareˈʎonas]
Μισθ.
Από το ουσ. βαρέλι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Βαρελίσιος
Τροποποιήθηκε: 27/05/2025