ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαρασιώτικος (επίθ.) βαρασ̑ώτικος [varaˈʃotikos] Φάρασ. Από το τοπων. Βαρασ̑ός και το παραγωγ. επίθμ. -ιώτικος.
1. Ο σχετικός με τα Φάρασα : Πίρμη καμμουτσήσω τα φτάλμε μου, να γράψω, άτσονdου μπορώ, α χάσικο βαρασ̑ώτικο χαρτίο (Πριν κλείσω τα μάτια μου, θα γράψω, όσο μπορώ, ένα γνήσιο φαρασιώτικο βιβλίο) Φάρασ. -Ζουρνατζ.
2. To ουδ. ως ουσ., το ιδίωμα των Φαράσων : Οι ναίτσ̑ες σα μπρον το ζαμάνι τούρτσ̑ικα τζ̑ο καdζ̑εύκανε, μο βαρασ̑ώτικα (Τον παλιό καιρό, οι γυναίκες δεν μιλούσαν τούρκικα, μόνο φαρασιώτικα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σα βαρασ̑ώτικα σώζ αρέ κανείζ Βαρασ̑ώτ'ς τζ̑ό 'γραψε αβούτσι α χαρτίο (Στα φαρασιώτικα ως τώρα κανένας Φαρασιώτης δεν έγραψε ενα τέτοιο βιβλίο) Φάρασ. -Ζουρνατζ.