βάμμα
(ουσ. ουδ.)
βάμμα
[ˈvama]
Σινασσ.
βάπμα
[ˈvapma]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. βάμμα. Ο τύπ. βάπμα από το θ. του αορ. (έ-βαπ-σα).
Βάψιμο ή βαφή
Συνών.
βάψεμα