βαραχτάς
(ουσ. αρσ.)
βαραχτάς
[varaˈxtas]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φλογ.
βάραχτας
[ˈvaraxtas]
Αξ.
μπάραχτας
[ˈbaraxtas]
Αξ.
βαρκχτάς
[varˈkxtas]
Φλογ.
Πιθ. από το μεσν. ουσ. βαρυχνάς (κοινό ΝΕ βραχνάς) < βαρυ-υπνάς = εφιάλτης. Κατά τον Καραποτόσογλου (2003: 193-195), από το ρ. βραγχιάω =έχω βραχνάδα, πνίγομαι, πβ. Ἡσυχ. Β 1029 «βραγχιάζοισθε· πνίγοισθε». Δεν αποκλείεται σύναψη με την μεσν. φρ. «βαρύ ἄχθος», η οπ. μπορεί να αναφέρεται και σε εφιάλτες, πβ. Νικ. Στηθάτ. Βίος Συμ. 125.23 «τῷ ὕπνῳ κατεβυθίσθην, ὅλως ποτὲ ᾗ τὴν ἀνάγκην εἶχον ἐκείνην καταφερόμενος ὑπ’ αὐτοῦ· ἀλλ’ ὥσπερ τι βαρὺ ἄχθος ἀποσεισάμενος αὐτὸν ἐγρηγορῶν ἤμην ἔκτοτε»
1. Εφιάλτης, προσωποποιημένος ως κακοποιός δαίμων που τη νύχτα με το χέρι του κλείνει το στόμα του κοιμωμένου για να τον πνίξει
ό.π.τ.
:
Ήρτεν, πάτ'σεν με βαραχτάς
(Ήρθε με πλάκωσε εφιάλτης)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Βαραχτάς πάτ'σε με
(Είχα εφιάλτες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
βαραχτάρης, βραχνάς
2. Συνεκδ., αυτός που έχει δύσκολο ύπνο
Σινασσ.