ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαρέλι (ουσ. ουδ.) βαρέλι [vaˈreli] Αραβ., Κίσκ., Τσουχούρ. βαρέλ' [vaˈrel] Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ. Μεσν. ουσ. βαρέλι.
Βαρέλι ό.π.τ. : Μοίρασε σεράνdα μεγάλα βαρέλια σερμπέτια (Μοίρασε σαράντα μεγάλα βαρέλια σερμπέτια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έιξαμ' μοναχά ξυλιώνας βαρέλια (Είχαμε μόνο ξύλινα βαρέλια) Μισθ. -Κοτσαν. Γντύτηκεν, σέμην σο βαρέλι (Γδύθηκε, μπήκε στο βαρέλι) Αραβ. -Νίγδελ.Λ. Λερό μι δα βαρέλια, μι δα αραμπάια κουβάλειναμ' (Νερό με τα βαρέλια, με τα κάρα κουβαλούσαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Απ' ντου βαρέλ' μέσα έπγις 'τουν (Είχες πιεί μέσα από το βαρέλι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τα σ̑ούφα γεμώνgαν τα σα σιδ'ρώνα τα βαρέλα 'πέσου να ποίκουνι το ιράχς (Τα στἐμφυλα τα γέμιζαν μέσα στα σιδερένια βαρέλια, για να φτιάξουν το ρακί) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. βουτόκκα, φουτσί