βαρέλι
(ουσ. ουδ.)
βαρέλι
[vaˈreli]
Αραβ., Κίσκ., Τσουχούρ.
βαρέλ'
[vaˈrel]
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ.
Μεσν. ουσ. βαρέλι.
Βαρέλι
ό.π.τ.
:
Μοίρασε σεράνdα μεγάλα βαρέλια σερμπέτια
(Μοίρασε σαράντα μεγάλα βαρέλια σερμπέτια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έιξαμ' μοναχά ξυλιώνας βαρέλια
(Είχαμε μόνο ξύλινα βαρέλια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γντύτηκεν, σέμην σο βαρέλι
(Γδύθηκε, μπήκε στο βαρέλι)
Αραβ.
-Νίγδελ.Λ.
Λερό μι δα βαρέλια, μι δα αραμπάια κουβάλειναμ'
(Νερό με τα βαρέλια, με τα κάρα κουβαλούσαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Απ' ντου βαρέλ' μέσα έπγις 'τουν
(Είχες πιεί μέσα από το βαρέλι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τα σ̑ούφα γεμώνgαν τα σα σιδ'ρώνα τα βαρέλα 'πέσου να ποίκουνι το ιράχς
(Τα στἐμφυλα τα γέμιζαν μέσα στα σιδερένια βαρέλια, για να φτιάξουν το ρακί)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
βουτόκκα, φουτσί