βάρεμα
(ουσ. ουδ.)
βάρεμα
[ˈvarema]
Δίλ., Ποτάμ.
βάριμα
[ˈvarima]
Δίλ., Μισθ.
Μεσν. ουσ. βάρεμα.
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025