ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαρβαργαρού (ουσ. θηλ.) βαρβαργαρού [varvarɣaˈru] Φάρασ. βαρβαργαρούσα [varvarɣaˈrusa] Φάρασ. Πιθ. από τα ουσ. βάρβαρος και γαρή (< τουρκ. karı) =. Ο τύπ. βαρβαργαρούσα με προσθήκη του παραγωγ. επίθμ. -σα.
Δράκαινα : Έφσαξε τη βαρβαργαρούσα (Έσφαξε την δράκαινα) Φάρασ. -Dawk. Είπεν ντι κι τη μα τ'ς τη βαρβαργαρού (Είπε στην μάνα της την βαρβαργαρού) Φάρασ. -Dawk. Πβ. μαρκάλισσα