βαρβαργαρού
(ουσ. θηλ.)
βαρβαργαρού
[varvarɣaˈru]
Φάρασ.
βαρβαργαρούσα
[varvarɣaˈrusa]
Φάρασ.
Πιθ. από τα ουσ. βάρβαρος και γαρή (< τουρκ. karı) =. Ο τύπ. βαρβαργαρούσα με προσθήκη του παραγωγ. επίθμ. -σα.
Δράκαινα
:
Έφσαξε τη βαρβαργαρούσα
(Έσφαξε την δράκαινα)
Φάρασ.
-Dawk.
Είπεν ντι κι τη μα τ'ς τη βαρβαργαρού
(Είπε στην μάνα της την βαρβαργαρού)
Φάρασ.
-Dawk.
Πβ.
μαρκάλισσα