βανιλάτισμα
(ουσ. ουδ.)
βαν̇ιλάτισμα
[vaŋiˈlatizma]
Τσουχούρ.
Από το ρ. βανιλατίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Βούισμα, βόμβος
:
'σ' του 'τίου του το βαν̇ιλάτισμα να ισταθεί τζ̑ο πορεί
(Από το βούισμα του αφτιού του δεν μπορεί να σταθεί)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Συνών.
βαζιρτάτημα, βιζιλτί