βαροχειμωνιά
(ουσ. θηλ.)
βαροχειμωνιά
[varoçimoˈɲa]
Σινασσ.
Από το μεσν. επίθ. βαρυχειμωνία, το οπ. από το μεταγν. επίθ. βαρυχείμων = αυτός που συνοδεύεται από θύελλες και το παραγωγ. επίθμ. -ία > -ιά.
Βαρυχειμωνιά