ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βάρτι (ουσ. ουδ.) βάρτι [ˈvarti] Φάρασ. Από το αρμεν. ουσ. vard (վարդ) = ρόδο, πβ. και τουρκ. verd.
Ρόδο, τριαντάφυλλο Φάρασ. : Σον ύπνο μου είδα τρία βάρτε· τόιναν το βάρτι ήνοιξε, τ' άβου χ' ανοίξει (Στον ύπνο μου είδα τρία τριαντάφυλλα· το ένα το τριαντάφυλλο άνοιξε, το άλλο θ' ανοίξει) Φάρασ. -Dawk.Boy || Παροιμ. Του 'γαπά το βάρτι, 'γαπά τσ̑αι το 'γκάθι του (Όποιος αγαπάει το ρόδο, αγαπάει και το αγκάθι του˙ όλα τα καλά έχουν και την αρνητική πλευρά τους, με την οποία πρέπει να συμβιβαζόμαστε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Μό τ' α βάρτι η άνοιξη τζ̑ό 'ρτσ̑εται (Με το ένα τριαντάφυλλο η άνοιξη δεν έρχεται˙ δεν αρκεί ένας άνθρωπος για να επιτευχθεί κάτι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Eίσαι βάρτ' είσαι ιραχάνι, μο να σε μυρίσω φτάνει (Είσαι ρόδο είσαι βασιλικός, μόνο να σε μυρίσω φτάνει) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. γκιούλι