βάρτι
(ουσ. ουδ.)
βάρτι
[ˈvarti]
Φάρασ.
Από το αρμεν. ουσ. vard (վարդ) = ρόδο, πβ. και τουρκ. verd.
Ρόδο, τριαντάφυλλο
Φάρασ.
:
Σον ύπνο μου είδα τρία βάρτε· τόιναν το βάρτι ήνοιξε, τ' άβου χ' ανοίξει
(Στον ύπνο μου είδα τρία τριαντάφυλλα· το ένα το τριαντάφυλλο άνοιξε, το άλλο θ' ανοίξει)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
|| Παροιμ.
Του 'γαπά το βάρτι, 'γαπά τσ̑αι το 'γκάθι του
(Όποιος αγαπάει το ρόδο, αγαπάει και το αγκάθι του˙ όλα τα καλά έχουν και την αρνητική πλευρά τους, με την οποία πρέπει να συμβιβαζόμαστε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Μό τ' α βάρτι η άνοιξη τζ̑ό 'ρτσ̑εται
(Με το ένα τριαντάφυλλο η άνοιξη δεν έρχεται˙ δεν αρκεί ένας άνθρωπος για να επιτευχθεί κάτι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Eίσαι βάρτ' είσαι ιραχάνι, μο να σε μυρίσω φτάνει
(Είσαι ρόδο είσαι βασιλικός, μόνο να σε μυρίσω φτάνει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Τραγ.
Συνών.
γκιούλι