βάρσαμο
(ουσ. ουδ.)
βάρσαμο
[ˈvarsamo]
Ποτάμ.
βάρσαμου
[ˈvarsamu]
Μισθ.
βάρσαμbο
[ˈvarsambo]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. βάλσαμον. Ο τύπ. βάρσαμο ήδη μεσν.
Είδος βλίτου
ό.π.τ.
:
Βράισκαν βάρσαμου μι ντου γέλλ'μα
(Έβραζαν βάλσαμο μαζί με στάρι, ενν. ως ίαμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Σήμερα Κερεκή μέρα, πάμε σο περιβόλι
Nα πάρουμ' μήλα αληθινά, κυδώνια μυρισμένα
και βάρσαμο πλατόφυλλο, βασιλικό μυρ'σμένο (Σήμερα μέρα Κυριακή, πάμε στο περιβόλι
Nα πάρουμε μήλα κόκκινα, κυδώνια μυρωδάτα
και χόρτα πλατόφυλλα, βασιλικό μυρωδάτο) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Nα πάρουμ' μήλα αληθινά, κυδώνια μυρισμένα
και βάρσαμο πλατόφυλλο, βασιλικό μυρ'σμένο (Σήμερα μέρα Κυριακή, πάμε στο περιβόλι
Nα πάρουμε μήλα κόκκινα, κυδώνια μυρωδάτα
και χόρτα πλατόφυλλα, βασιλικό μυρωδάτο) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327