βαρτουβάρι
(ουσ. ουδ.)
βαρτουβάρ'
[vartuˈvar]
Αξ., Τροχ.
βαχτουβάρ'
[vaxtuˈvar]
Αξ., Σίλ.
βαχτιβάρ'
[vaxtiˈvar]
Αραβ., Σίλ.
Πληθ.
βαρτουβάρια
[vartuˈvarʝa]
Ανακ., Αραβ., Ποτάμ., Σατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ.
βαρτουβάρα
[vartuˈvara]
Μαλακ.
βαχτουβάρια
[vaxtuˈvarʝa]
Αραβ., Τροχ.
βαχτιβάρια
[vaxtiˈvarʝa]
Σίλ.
Από το αρμεν. ουσ. vartavar = θερινή λαϊκή εορτή, το οπ. από το ουσ. vard= ρόδο, πβ. βάρτι. Για την λ. και το έθιμο βλ. Καρολίδης (1900), Κωστάκης (1963: 250-252).
1. Θερινή λαϊκή εορτή, παρόμοια με τα αρχ. ανθεστήρια ή τα μεσν. ρουσάλια < rosalia· γιορταζόταν την εποχή του Κλήδονα (Ιούνιος)
ό.π.τ.
:
Τούρκ' τα κάνισκαν τα βαχτουβάρια
(Τα βαρτουβάρια τα τελούσαν οι Τούρκοι)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Βαχτιβαριού τα τραγούρια
(Τα τραγούδια του Κλήδονα)
Σίλ.
-Καρίπ.
Συνών.
βραχιόλι
2. Eυώδη χόρτα που φύτρωναν σε ανοιχτούς χώρους, με σπόρους σαν της ρίγανης και κίτρινα ή πράσινα ανθάκια· τα μάζευαν κατάτην εορτή των Αγ. Αποστόλων και τα κρεμούσαν στις πόρτες
Ποτάμ.