βαρύπονος
(επίθ.)
βαρύπονους
[vaˈriponus]
Σίλ.
Θηλ.
βαρύπονη
[vaˈriponi]
Σίλ.
Από το μεσν. επίθ. βαρύπονος = αυτός που προκαλεί πόνο.
Πολύ δυστυχισμένος
:
Βαρύπονη κλαιγινόσκει
(Κλαίει μέσα στην δυστυχία)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5