ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βραχιόλι (ουσ. ουδ.) βραχιόλ' [vraˈçol] Γούρδ. βρασ̑όλ' [vraˈʃol] Ανακ., Σίλ. βροσ̑όλι [vroˈʃοli] Σίλ., Φάρασ. βροσ̑άλι [vroˈʃali] Φάρασ. βρουσ̑άλι [vruˈʃali] Τσουχούρ., Φάρασ. βλα̈χα̈́ρ' [vlæˈxær] Μισθ. βλεχέρ' [vleˈçer] Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ. Πληθ. βραχέλια [vraˈçeʎa] Αραβαν. βρασ̑όλε [vraˈʃole] Φάρασ. βλαχάρια [vlaˈxarʝa] Μισθ. βλεσ̑έρια [vleˈʃerʝa] Ανακ. Από το μεσν. ουσ. βραχιόλιν, το οπ. από το μεταγν. ουσ. βραχιάλιον (< λατιν. brachiale) με μορφολογ. επίδρ. του μεταγν. ουσ. βραχιόνιον.
1. Βραχιόλι ό.π.τ. : Βλεχ̇έρια ασ̑ημιώνας (Aσημένια βραχιόλια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τα βρασ̑όλια μου πού τα έσ'κις; (Τα βραχιόλια μου πού τα έβαλες;) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'γώ πάλι δέβασά ντα γκουμουσ̑ώνα βροσ̑άλε (Εγώ πάλι της πέρασα ασημένια βραχιόλια) Φάρασ. -Dawk. Φόρουναμ' ντα βλαχάρια μας σα μεγάλα ντα γιορτάις (Φορούσαμε τα βραχιόλια μας στις μεγάλες γιορτές) Μισθ. -Κοτσαν. Τα κορτσόκκα θεκνίνκανι 'πέσου ’π’ έν’ δαχτυλίδι, α βρουσ̑άλι (Τα κορίτσια έβαζαν μέσα (στις στάμνες του κλήδονα) από ένα δαχτυλίδι, ένα βραχιόλι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Βρασ̑όλε, ζενίθε, 'πέσου στο παρχάτσι μο τα καρυδώνα τα φύα σως του Έι-Παυλίτση την 'ορτή (Βραχιόλια, χάντρες, μέσα στο μπακράτσι, με τα φύλλα καρυδιάς, μέχρι την εορτή του Αγ. Παύλου· από έθιμο μαντείας) Φάρασ. -Ιορδαν. || Φρ. Έσ̑ει τ' αλτουνώνα το βροσ̑άλι σα σ̑έρε του (Έχει το χρυσό βραχιόλι στα χέρια του-της˙ για τους καλούς τεχνίτες ή τις καλές νοικοκυρές) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Tα λαχτυλίδια μ' ασ̑ημιώνας, το βλεχέρι μ' περινdζιώνας (Τα δαχτυλίδα μου ασημένια, το βραχιόλι μου μπρούντζινο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. μπιλεζίκ, χαλκάς
β. Ο σιδερένιος κρίκος που συνέδεε το υνί με την βάση από το αλέτρι Μισθ.
2. Στον πληθ., η γιορτή του κλήδονα Φάρασ. Συνών. βαρτουβάρι :1