βραχιόλι
(ουσ. ουδ.)
βραχιόλ'
[vraˈçol]
Γούρδ.
βρασ̑όλ'
[vraˈʃol]
Ανακ., Σίλ.
βροσ̑όλι
[vroˈʃοli]
Σίλ., Φάρασ.
βροσ̑άλι
[vroˈʃali]
Φάρασ.
βρουσ̑άλι
[vruˈʃali]
Τσουχούρ., Φάρασ.
βλα̈χα̈́ρ'
[vlæˈxær]
Μισθ.
βλεχέρ'
[vleˈçer]
Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
Πληθ.
βραχέλια
[vraˈçeʎa]
Αραβαν.
βρασ̑όλε
[vraˈʃole]
Φάρασ.
βλαχάρια
[vlaˈxarʝa]
Μισθ.
βλεσ̑έρια
[vleˈʃerʝa]
Ανακ.
Από το μεσν. ουσ. βραχιόλιν, το οπ. από το μεταγν. ουσ. βραχιάλιον (< λατιν. brachiale) με μορφολογ. επίδρ. του μεταγν. ουσ. βραχιόνιον.
1. Βραχιόλι
ό.π.τ.
:
Βλεχ̇έρια ασ̑ημιώνας
(Aσημένια βραχιόλια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τα βρασ̑όλια μου πού τα έσ'κις;
(Τα βραχιόλια μου πού τα έβαλες;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'γώ πάλι δέβασά ντα γκουμουσ̑ώνα βροσ̑άλε
(Εγώ πάλι της πέρασα ασημένια βραχιόλια)
Φάρασ.
-Dawk.
Φόρουναμ' ντα βλαχάρια μας σα μεγάλα ντα γιορτάις
(Φορούσαμε τα βραχιόλια μας στις μεγάλες γιορτές)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τα κορτσόκκα θεκνίνκανι 'πέσου ’π’ έν’ δαχτυλίδι, α βρουσ̑άλι
(Τα κορίτσια έβαζαν μέσα (στις στάμνες του κλήδονα) από ένα δαχτυλίδι, ένα βραχιόλι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Βρασ̑όλε, ζενίθε, 'πέσου στο παρχάτσι μο τα καρυδώνα τα φύα σως του Έι-Παυλίτση την 'ορτή
(Βραχιόλια, χάντρες, μέσα στο μπακράτσι, με τα φύλλα καρυδιάς, μέχρι την εορτή του Αγ. Παύλου· από έθιμο μαντείας)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
|| Φρ.
Έσ̑ει τ' αλτουνώνα το βροσ̑άλι σα σ̑έρε του
(Έχει το χρυσό βραχιόλι στα χέρια του-της˙ για τους καλούς τεχνίτες ή τις καλές νοικοκυρές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Tα λαχτυλίδια μ' ασ̑ημιώνας, το βλεχέρι μ' περινdζιώνας
(Τα δαχτυλίδα μου ασημένια, το βραχιόλι μου μπρούντζινο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
μπιλεζίκ, χαλκάς
β.
Ο σιδερένιος κρίκος που συνέδεε το υνί με την βάση από το αλέτρι
Μισθ.